- κερδοσκοπικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στην κερδοσκοπία ή γίνεται για χάρη της: Οι κερδοσκοπικές του ενέργειες τον έκαναν πλούσιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κερδοσκοπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κερδοσκοπία, αυτός που γίνεται για επίτευξη εύκολου κέρδους με κάθε μέσο («κερδοσκοπικά τεχνάσματα»). επίρρ... κερδοσκοπικώς και ά με κερδοσκοπικό τρόπο, για την προσκόμιση κερδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κερδοσκοπία … Dictionary of Greek
— Wikimedia Foundation Error العربية Bahasa Indonesia Česky Dansk Deutsch Eesti Ελληνικά English Español … Википедия
'Первая Архипелагская экспедиция' — Wikimedia Error … Википедия
'\'Эйри, Джордж Биддель\'' — Wikimedia Error … Википедия
'Центральный академический театр Российской армии' — Wikimedia Error … Википедия
'Копраш, Георг' — Wikimedia Error … Википедия
'Блоссфельд, Гарри' — Wikimedia Error … Википедия
'Петров, Анатолий Владимирович' — Wikimedia Error … Википедия
'Академия Федеральной службы безопасности России' — Wikimedia Error … Википедия